- Μαγυάροι
- Άλλη ονομασία των Ούγγρων. Βλ. λ. Ουγγαρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Μαγυάρος — ο στον πληθ. οι Μαγυάροι φιννοουγγρικός λαός που ζει κατά το μεγαλύτερο μέρος του στη Δημοκρατία τής Ουγγαρίας, εισέβαλε στην κοιλάδα τού Δούναβη τον 9ο αιώνα και έφθασε ώς τη Γαλλία, ήλθε σε επιμιξία με τους Σλάβους και τους Γερμανούς και… … Dictionary of Greek
Ούγγροι — οι λαός που ανήκει στον ουγγροφιννικό κλάδο τής ουραλοαλταϊκής φυλής, αλλ. Μαγυάροι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. Οὔγγ(α)ροι < Οὐνούγουροι < Οὖννοι] … Dictionary of Greek
Λουμπλιάνα — (σλαβ. Ljubljana, γερμαν. Leibach). Πόλη (257.338 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Σλοβενίας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα της χώρας, χτισμένη σε υψόμετρο 293 μ., στις όχθες του Λουμπλιάνιτσα, παραπόταμου του Δούναβη, σε μια εύφορη πεδινή περιοχή … Dictionary of Greek